Άρωμα. Στο καλό λάδι το άρωμα είναι φρουτώδες και ευχάριστο και θυμίζει φρέσκια ελιά και φύση.

Γεύση. Η γεύση του καλού ελαιόλαδου είναι ευχάριστη, έντονη χωρίς να είναι πολύ βαριά. Όταν το ελαιόλαδο καίει λίγο στο λαιμό, σημαίνει ότι περιέχει πολλές φαινόλες, που εμποδίζουν την οξείδωσή, και ωφελούν τον οργανισμό.

Χρώμα. Το καλό λάδι έχει χρώμα πρασινωπό είτε χρυσοκίτρινο, που είναι έντονο στα φρέσκα ελαιόλαδα και ζωντανό με μια ελαφρά διάθλαση όταν φωτίζεται. Αν το λάδι είναι αδυνατισμένο και διάφανο τότε έχει εκτεθεί σε μεγάλες θερμοκρασίες ή έχει παλιώσει. Αν είναι κίτρινο, πιθανότατα έχει αναμειχθεί με σπορέλαιο ή έχει ραφιναριστεί.

Χαμηλή οξύτητα. Η οξύτητα είναι το μέγεθος το οποίο προσδιορίζει την περιεκτικότητα οξέων σε μια κατηγορία ελαιόλαδου. Όταν είναι μικρότερη από 0,8%, το ελαιόλαδο λέγεται εξαιρετικό παρθένο, ενώ εάν είναι από 0,9 % μέχρι 2 % λέγεται παρθένο.

Αριθμός υπεροξειδίων. Υποδηλώνει το βαθμό οξείδωσης του ελαιόλαδου και χρησιμοποιείται ως μέσο μέτρησης της ηλικίας ενός λαδιού και αποκαλύπτει και αν αυτό έχει αποθηκευτεί σωστά ή όχι. Στο καλό λάδι τα υπεροξείδια πρέπει να είναι μικρότερα ή ίσα του 20.